- ξεκινώ
- ξεκίνησα, αναχωρώ, αρχίζω κάτι: Φτωχό παιδί ξεκίνησα στη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεκινώ — ξεκινάω / ξεκινώ, ξεκίνησα, (σπάν.) ξεκινημένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
αφορμώμαι — (Α ἀφορμῶ, άω) [αφορμώμαι] 1. αναχωρώ, ξεκινώ 2. έχω ως αφετηρία αρχ. 1. ξεκινώ 2. αισθάνομαι αποστροφή για κάτι … Dictionary of Greek
εκστρατεύω — (AM ἐκστρατεύω) κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο νεοελλ. επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών») αρχ. 1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία,… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
συναναζεύγνυμι — Α ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»] … Dictionary of Greek
συνόρνυμαι — Α ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek